αψικορία

αψικορία
η (Α ἁψικορία) [αψίκορος]
1. το να αισθάνεται κανείς γρήγορα κορεσμό για κάποιο πράγμα
2. η εύκολη ικανοποίηση και εναλλαγή των επιθυμιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁψικορία — ἁψικορίᾱ , ἁψικορία rapid satiety fem nom/voc/acc dual ἁψικορίᾱ , ἁψικορία rapid satiety fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψικορίας — ἁψικορίᾱς , ἁψικορία rapid satiety fem acc pl ἁψικορίᾱς , ἁψικορία rapid satiety fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψικορίαν — ἁψικορίᾱν , ἁψικορία rapid satiety fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπαρόξυντος — εὐπαρόξυντος, ον (Α) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπαρόξυντον ο εύκολος ερεθισμός, η οξυθυμία, η αψικορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ οξύνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”